- νιχιλιστής
- ο, θηλ. νιχιλίστρια(φιλοσ.) οπαδός τού μηδενισμού, μηδενιστής.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. nihilist < λατ. nihil «μηδέν»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νιχιλιστής — ο θηλ. ίστρια οπαδός του νιχιλισμού, αλλ. μηδενιστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μηδενιστής — ο θηλ. ίστρια ο οπαδός του μηδενισμού, ο νιχιλιστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)